παρακαλπάζω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαλπάζω Medium diacritics: παρακαλπάζω Low diacritics: παρακαλπάζω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΠΑΖΩ
Transliteration A: parakalpázō Transliteration B: parakalpazō Transliteration C: parakalpazo Beta Code: parakalpa/zw

English (LSJ)

   A run beside a trotting horse, π. καὶ καταψήσας Plu. Alex.6.

German (Pape)

[Seite 481] nebenhertraben, τινά, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαλπάζω: τρέχω πεζὸς πλησίον καλπάζοντος ἵππου κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παρακαλπάσας (τῷ ἵππῳ) καὶ καταψήσας Πλουτ. Ἀλέξ. 6, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 283. 10.

French (Bailly abrégé)

caresser, flatter, acc..
Étymologie: παρά, καλπάζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
τρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.).