παραλληλιστής
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
Greek Monolingual
ο
όργανο ατμομηχανής που μετατρέπει την ευθύγραμμη κίνηση του εμβόλου σε περιστροφική της ατράκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].