παραχρήμα
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
παραχρῆμα ΝΜΑ
(επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ
γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. α) «τῶν τε παραχρῆμα καὶ τῶν μελλόντων» — τών παρόντων και τῶν μελλόντων (Θουκ.)
β) «τὸ παραχρήμα ἡδύ» — η άμεση ηδονή (Πλάτ.)
γ) «αἱ (ἐκ τοῡ) παραχρήμα ἡδοναί» — οι στιγμιαίες, οι ακαριαίες ηδονές (Αντιφ.)
δ) «ἐκ τοῡ παραχρῆμα λέγειν» — προχείρως, εκ του προχείρου (Πλάτ.)
ε) «ἡ παραχρήμα ἀνάγκη» — η παρούσα, η άμεση ανάγκη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρῆμα, με συνεκφορά.