παρατήρημα

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατήρημα Medium diacritics: παρατήρημα Low diacritics: παρατήρημα Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΜΑ
Transliteration A: paratḗrēma Transliteration B: paratērēma Transliteration C: paratirima Beta Code: parath/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A observation, D.H. Amm.2.17 (pl.), Dem.13 ; of auguries, Hsch., Phot.    2. condition to be observed, Alex.Aphr.in Top.515.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 503] τό, das woneben od. wobei Beobachtete, VLL. erkl. es bes. von der Beobachtung der Vogelzeichen.

Greek (Liddell-Scott)

παρατήρημα: τό, παρατήρησις, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 17, περὶ Δημ. 13, Ὠριγέν. IV, 421C, Βασίλ. IV, 677C· ἐπὶ οἰωνῶν, «παρατηρημάτων· ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων, κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρατηρώ
η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της
νεοελλ.
φρ. «κακό παρατήρημα» — κακός οιωνός, κακό σημάδι
αρχ.
1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων
επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.)
2. ο όρος που πρέπει να τηρηθεί.