παρέγγραπτος

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέγγραπτος Medium diacritics: παρέγγραπτος Low diacritics: παρέγγραπτος Capitals: ΠΑΡΕΓΓΡΑΠΤΟΣ
Transliteration A: paréngraptos Transliteration B: parengraptos Transliteration C: pareggraptos Beta Code: pare/ggraptos

English (LSJ)

ον,

   A illegally registered, π. πολῖται intrusive citizens, Aeschin.2.177 ; of deified heroes, Luc.JTr.21 : metaph., assumed, αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν π. ἔχουσιν Plu.2.3c ; interpolated, συγγραφή Eust. 1379.62.

German (Pape)

[Seite 510] = Folgdm, VLL. erkl. νόθος, vgl. Aesch. 2, 177, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται. – Uebtr. vrbdt Plut. de educ. lib. 5 τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν.

Greek (Liddell-Scott)

παρέγγραπτος: -ον, παρανόμως ἐγγεγραμμένος, νόθος, π. πολίτης, ὁ παρανόμως ἐγγραφείς, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται Αἰσχίν. 51 ἐν τέλ.· ἐπὶ θεοποιηθέντων ἡρώων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 21· ― μεταφορ., αἱ τίτθαι δὲ καὶ αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν, δηλ. ψευδῆ, νόθον, Πλούτ. 2. 3C· οὕτω, παρέγγραφος, Ἀθήν. 180F, 211F· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 123. 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρέγγραπτος· νόθος παῖς. παρεγγεγραμμένος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inscrit par fraude, intrus.
Étymologie: παρεγγράφω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ παρεγγράφω
1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν.
β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.)
2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και παρεγγράπτων», Συνέσ.
β. «παρέγγραπτος συγγραφή», Ευστ.)
αρχ.
1. νόθος, ανειλικρινής («τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσι», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «παρέγγραπτος
νόθος παῑς».