παρμπρίζ

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

και μπαρμπρίζ, το
η πλάκα από ανθεκτικό γυαλί ή από άλλο διαφανές υλικό που τοποθετείται στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος και χρησιμεύει στο να προστατεύει τον οδηγό και τους άλλους επιβάτες από την ορμητική είσοδο του ανέμου και από τη σκόνη, αλεξήνεμο, ανεμοθώρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pare-brise < ρ. parer «αποκρούω, αποφεύγω» + brise «αὔρα, άνεμος»].