παρμπρίζ
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
και μπαρμπρίζ, το
η πλάκα από ανθεκτικό γυαλί ή από άλλο διαφανές υλικό που τοποθετείται στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος και χρησιμεύει στο να προστατεύει τον οδηγό και τους άλλους επιβάτες από την ορμητική είσοδο του ανέμου και από τη σκόνη, αλεξήνεμο, ανεμοθώρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pare-brise < ρ. parer «αποκρούω, αποφεύγω» + brise «αὔρα, άνεμος»].