πάσα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

η πασάρω
1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι
2. (αθλ.) μεταβίβαση της μπάλας από παίκτη σε παίκτη
3. φρ. «κάνω πάσα» — κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση.