πάτωμα
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
το πατώνω
1. η πράξη του πατώνω, η κατασκευή πατώματος
2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό
3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες
4. κάθε όροφος οικοδομήματος
5. οριζόντια κατασκευή που αποτελείται από σύστημα ξύλινων, σιδερένιων ή από σιδηροπαγές σκυρόδεμα δοκαριών τα οποία στηρίζονται στους τοίχους τών οικοδομών, καλύπτεται και από τις δύο πλευρές από κατάλληλη επιφανειακή στρώση και χρησιμοποιείται για τη διαίρεση τών οικοδομών σε ορόφους.