πελαργιδεύς
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
έως, ὁ,
A young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.
Greek (Liddell-Scott)
πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].