πέτσα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. επιδερμίδα, δέρμα
2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια του οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα της πληγής» — εφελκίδα
β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» — κρούστα
γ. «πέτσα του ψωμιού» — η κόρα)
3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα» — φέρομαι αδιάντροπα
β) «κάνω πέτσα» ή «πιάνω πέτσα» — σχηματίζω κρούστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pezza].