πλατυκεφαλία
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του πλατυκέφαλου
2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός του κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας της πρόωρης αποστέωσης της στεφανιαίας ραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycephaly (< πλατυ- + -κεφαλία < -κέφαλος < κεφαλή)].