πορφυρόστρωτος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόστρωτος Medium diacritics: πορφυρόστρωτος Low diacritics: πορφυρόστρωτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: porphyróstrōtos Transliteration B: porphyrostrōtos Transliteration C: porfyrostrotos Beta Code: porfuro/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A spread with purple cloth, A.Ag. 910.

German (Pape)

[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].