προσαντέχω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A hold out against still longer, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις Plb.16.30.5; cf. προσαντίσχω.
German (Pape)
[Seite 750] (s. ἔχω) noch mehr, länger dagegen aushalten, widerstreben, absolut, Pol. 11, 21, 4, u. τινί, 16, 30, 5, vgl. 32, 23, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσαντέχω: ἀντέχω κατά τινος, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις ἕως μέν τινος προσαντεῖχον εὐψύχως Πολύβ. 16. 30, 5·. ἀπολ., βραχὺ προσαντισχόντες ἔκλιναν ὁ αὐτ. 11. 21, 4· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαν[τ]έχειν· προσκεῖσθαι».
Greek Monolingual
Α ἀντέχω
αντιστέκομαι ακόμη πιο πολύ.