προσαντίσχω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: προσαντίσχω | Medium diacritics: προσαντίσχω | Low diacritics: προσαντίσχω | Capitals: ΠΡΟΣΑΝΤΙΣΧΩ |
Transliteration A: prosantíschō | Transliteration B: prosantischō | Transliteration C: prosantischo | Beta Code: prosanti/sxw |
= προσαντέχω, Plb.11.21.4.
Α
προσαντέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντίσχω, άλλος τ. του ἀντέχω.