ραβδούχος
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
Greek Monolingual
ο / ῥαβδοῡχος, ΝΜΑ
(στην αρχ. Ελλ.)
1. αυτός που έχει ράβδο ως σύμβολο ανώτατου αξιώματος ή εξουσίας, όπως ήταν λ.χ. ο δικαστής, ο διαιτητής ή ο κριτής αγώνα
2. στον πληθ. οι ραβδούχοι
α) (στην αρχ. Αθήνα) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξεως κατά τη διάρκεια τών μεγάλων εορτών και τών αθλητικών αγώνων, η ονομασία τών οποίων οφείλεται στο ότι έφεραν ράβδο ως διακριτικό του αξιώματός τους («τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους, εἴ τις κωμῳδοποιητὴς αὐτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβάς», Αριστοφ.)
β) (στη Ρώμη) δημόσιοι υπάλληλοι που προχωρούσαν μπροστά από τους άρχοντές τους και κρατούσαν στο ένα χέρι τους δέσμη ράβδων με πέλεκυ στο μέσον και στο άλλο μια και μόνη ράβδο, για να εξασφαλίσουν την εκτέλεση τών κελευσμάτων τών αρχόντων
αρχ.
1. ο θεράπων άρχοντα ο οποίος κρατούσε ράβδο
2. (στον πληθ. ως θηλ.) αἱ ῥαβδοῡχοι
γυναίκες θεράπαινες της Οινάνθης, μητέρας του Αγαθοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -οῦχος].