ρεζίλεμα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν ρεζιλεύω
1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα
2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα
3. διαπόμπευση.
το, Ν ρεζιλεύω
1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα
2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα
3. διαπόμπευση.