ῥυσαλέος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
η, ον,
A wrinkled, ὀπώρη Nic.Al. 181.
German (Pape)
[Seite 852] runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσᾰλέος: (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «ἤτοι τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α
(για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, πειν-αλέος)].