σεληναῖος

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληναῖος Medium diacritics: σεληναῖος Low diacritics: σεληναίος Capitals: ΣΕΛΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: selēnaîos Transliteration B: selēnaios Transliteration C: selinaios Beta Code: selhnai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A lighted by the moon, σ. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt.1.62; of the moon, αἴγλη A.R.4.167; τοῦ σεληναίου [κύκλου] D.L.1.24 (v. Diels Vorsokr. i p.1).

German (Pape)

[Seite 870] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάθος, = σεληνιασμός.

Greek (Liddell-Scott)

σεληναῖος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, αἴγλη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, πέταλον ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. πάθος, = σεληνιασμός, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne la lune;
2 éclairé par la lune.
Étymologie: σελήνη.

Greek Monolingual

-α, -ο / σεληναῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, -αία, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακόςαἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης ή της ημισελήνου
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληναίο(ν)
το πέταλο του αλόγου
νεοελλ.-αρχ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σεληναίος, η Σεληναία
φανταστικός κάτοικος της σελήνης
2. φρ. «σεληναίο(ν) πάθος» — ο σεληνιασμός, η επιληψία
αρχ.
αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, ο φεγγαρόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].