σῆκα

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῆκα Medium diacritics: σῆκα Low diacritics: σήκα Capitals: ΣΗΚΑ
Transliteration A: sē̂ka Transliteration B: sēka Transliteration C: sika Beta Code: sh=ka

English (LSJ)

Adv.

   A into the fold (σηκός), a shepherd's call to his flocks, Hsch.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.)
(ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)].