σκερτσόζικος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν σκερτσόζος
1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης
2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή του περιεχομένου του, χαριτωμένος.
επίρρ...
σκερτσόζικα
με τρόπο σκερτσόζικο.