σκολιόβουλος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐόβουλος Medium diacritics: σκολιόβουλος Low diacritics: σκολιόβουλος Capitals: ΣΚΟΛΙΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: skolióboulos Transliteration B: skolioboulos Transliteration C: skoliovoulos Beta Code: skolio/boulos

English (LSJ)

ον,

   A of crooked counsel, AB329, Suid. s.v. ἀγκυλομήτης.

German (Pape)

[Seite 901] von krummen, listigen Rathschlägen, Anschlägen, Sund. u. B. A. 329, für ἀγκυλομήτης.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόβουλος: -ον, ὁ ἔχων σκολιὰν βουλήν, σκολιὰ βουλευόμενος, Α. Β. 329, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σκέπτεται με πανούργο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος, στριφνός» + -βουλος (< βουλή «σκέψη»)].