σκυτορράφος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτορράφος Medium diacritics: σκυτορράφος Low diacritics: σκυτορράφος Capitals: ΣΚΥΤΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skytorráphos Transliteration B: skytorraphos Transliteration C: skytorrafos Beta Code: skutorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A shoemaker or leather-worker, Orib.47.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτορράφος: [ᾰ], ὁ (ῥάπτω) ὑποδηματοποιός, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος].