σοδεύω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

Ν
1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή για πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα
2. έχω ως εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεύω, με σίγηση του αρκτικού / i / (πρβλ. σοδειά)].