σπάλα
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
η, Ν
1. ζωοτ. το οστό της ωμοπλάτης
2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού του σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό της ωμοπλάτης
3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» — τεμάχιο χοιρινού κρέατος το οποίο έχει ως ανατομική βάση την ωμοπλάτη και μερικές φορές και τον βραχίονα
β) «αρνήσια σπάλα» — τεμάχιο πρόβειου κρέατος το οποίο έχει ως οστέινη βάση την ωμοπλάτη, το βραχιόνιο, την κερκίδα και την ωλένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spalla < λατ. spatula < σπάθη.