σπαρτός
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E.Supp.578: (σπείρω):—
A sown, grown from seed, cultivated, Thphr.HP6.8.2, Dsc.3.37, etc. 2 of men, οἱ . . σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Pl.Sph.247c; σπαρτῶν γένος children of men, A.Eu.410. b esp. at Thebes, Σπαρτοί, οἱ, the Sown-men, those who sprang from the dragon's teeth sown by Cadmus, and their descendants, Pi.I.1.30,7(6).10; Σπαρτῶν στάχυς E.HF5; Ἐχίων σπαρτός IG14.1285 ii 9, 1292 i 3, cf. E.Ba.1274; λόγχη σπαρτός the Theban spear, Id.Supp.578. II scattered, of the limbs of a corpse, AP7.383 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 917] gesäet, u. übertr., erzeugt; bes. ἄνδρες, die Thebaner, Sparten, Soph. O. C. 1531 u. A., die aus den von Kadmus gesäeten Drachenzähnen Entsproßten u. ihre Nachkommen; ähnlich οἵγε αὐτῶν σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες, Plat. Soph. 247 c; übh. thebanisch, λόγχη Eur. Suppl. 594.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· (σπείρω)· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ Κάδμος ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν στάχυς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· λόγχη σπαρτός, ἡ Θηβαϊκὴ λόγχη, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 semé, ensemencé ; fig. engendré;
2 disséminé, dispersé ; οἱ Σπαρτοί propr. les hommes semés ou nés des dents du dragon de Cadmos, càd les Thébains.
Étymologie: σπείρω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) οἱ Σπαρτοί
μυθ. οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, κατά την παράδοση, φύτρωσαν από τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος στη Βοιωτία και από τους οποίους προήλθαν οι Θηβαίοι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαρτά
χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και άλλα σιτηρά
αρχ.
1. διεσπαρμένος
2. φρ. «λόγχη σπαρτός» — ο θηβαϊκός στρατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. σπείρω + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].