σπειροτόμος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ο, Ν
(μηχανολ.)
1. χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή σπειρωμάτων στο εσωτερικό τρημάτων μικρής διαμέτρου, προκειμένου τα τελευταία να δεχθούν κοχλίες, αλλ. ελικοτομίδα και κοχλιοτρύπανο, κν. κολαούζο
2. φρ. «μηχανοκίνητοι σπειροτόμοι ενός πάσου» — οι μηχανοκίνητοι σπειροτόμοι, γενικά, διότι εκτελούν τη σπείροτόμηση σε μία φάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπείρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].