σταράτος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

και σιταράτος, -η, -ο Ν, σιτάρι/ στάρι
1. αυτός του οποίου το δέρμα έχει το χρώμα του σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός
2. (για ψωμί) σταρένιος
3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαροςλόγια σταράτα»).
επίρρ...
σταράτα
ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς περιστροφές («μίλα του σταράτα»).