σταλαγματιά
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
Greek Monolingual
και σταλαματιά, η, Ν στάλαγμα
1. σταγόνα
2. παροιμ. α) «σταλαματιά σταλαματιά ως και το μάρμαρο τρυπά» — η επίμονη προσπάθεια, έστω και με περιορισμένα μέσα, είναι αποτελεσματική
β) «σταλαματιά σταλαματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά» — η φειδώ, η οικονομία οδηγεί σε συγκέντρωση αγαθών
3. φρ. «έπεσε η σταλαματιά του» — ξεψύχησε.