συγκαθεύδω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθεύδω Medium diacritics: συγκαθεύδω Low diacritics: συγκαθεύδω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: synkatheúdō Transliteration B: synkatheudō Transliteration C: sygkatheydo Beta Code: sugkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; esp. of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.

German (Pape)

[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.

French (Bailly abrégé)

dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].