συγκηδεστής

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκηδεστής Medium diacritics: συγκηδεστής Low diacritics: συγκηδεστής Capitals: ΣΥΓΚΗΔΕΣΤΗΣ
Transliteration A: synkēdestḗs Transliteration B: synkēdestēs Transliteration C: sygkidestis Beta Code: sugkhdesth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A brother-in-law, wife's sister's husband, D.36.15, Com.Adesp.1157.    2 father-in-law, D.S.33.7.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, der Verschwägerte, Frauenschwestermann; Dem. 36, 15; com. bei Poll. 6, 159. – Mitschwiegervater, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

συγκηδεστής: -οῦ, ὁ, σύγγαμβρος, ὁμόγαμβρος, παρὰ Δημ. 949. 6 ὁ πενθερός τινος, Διοδ. Ἐκλογ. 594. 57, Πολυδ. Γ΄, 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας της αδελφής της συζύγου κάποιου
2. συγγενής εξ αγχιστείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»].