σύμβλημα

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβλημα Medium diacritics: σύμβλημα Low diacritics: σύμβλημα Capitals: ΣΥΜΒΛΗΜΑ
Transliteration A: sýmblēma Transliteration B: symblēma Transliteration C: symvlima Beta Code: su/mblhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A joint, seam, LXX Is.41.7.    II assault-at-arms, gymnastic contest, POxy.42.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 978] τό, Verbindung, Fuge, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβλημα: τό, ἕνωσις, συναφή, ῥαφή, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.