συνεκκολυμβώ

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
βγαίνω από τη θάλασσα κολυμπώντας μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκολυμβῶ «κολυμπώ πηδώντας στη θάλασσα από κάπου»].

Greek Monolingual

-άω, Α
βγαίνω από τη θάλασσα κολυμπώντας μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκολυμβῶ «κολυμπώ πηδώντας στη θάλασσα από κάπου»].