συνεπιφάσκω

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιφάσκω Medium diacritics: συνεπιφάσκω Low diacritics: συνεπιφάσκω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: synepipháskō Transliteration B: synepiphaskō Transliteration C: synepifasko Beta Code: sunepifa/skw

English (LSJ)

   A assent also, Plu.2.63c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].