τσυκνιάς
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek Monolingual
και τσικνιάς και τσουκνιάς και τσουκανιάς, ο, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία ερωδιών τών γενών ardea, ardeola και egretta της οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη χώρα μας φωλιάζουν τα είδη Αrdea cinerea, κν. σταχτοτσικνιάς, Αrdea purpurea, κν. πορφυροτσικνιάς, Egretta alba, κν. αργυροτσικνιάς, Egretta garzetta, κν. λευκοτσικνιάς ή εγκρέτ(τ)α, και Αrdeola ralloides, κν. κρυπτοτσικνιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκνίας (< κύκνος) με τσιτακισμό. Σε ορισμένους τ. (πρβλ. τσουκανιάς, τσουκνιάς) το -υ- έχει διατηρήσει την αρχαία προφορά του ως -ου- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].