κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
[Seite 1323] ὁ, poet. = φώρ, Dieb (?).
ὁ, Α(ποιητ. τ.) φώρ, κλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φώρ, κατά τα αρσ. σε -ης].