Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
ο, θηλ. χειλαρού, Ν
αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. μυτ-αράς, υπν-αράς)].