υπερισχύω

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύω
είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι
αρχ.
1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση
2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.