ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύωείμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαιαρχ.1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.