Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν
1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο
2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμονα
β) (για πουλί) τυτιβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη της αρκτικής συλλαβής].