τρίπρακτος

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

και τρίπραχτος, -η, -ο, Ν
(για θεατρικό έργο) διαρθρωμένος σε τρεις πράξεις, αυτός που έχει τρεις πράξεις («τρίπρακτο δράμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πράξη (πρβλ. μονόπρακτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Μ. Ηλ. Χατζάκο].