τόρευμα

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρευμα Medium diacritics: τόρευμα Low diacritics: τόρευμα Capitals: ΤΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: tóreuma Transliteration B: toreuma Transliteration C: torevma Beta Code: to/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A embossed work, work in relief (cf. τορεύω 11), in pl., Men.24, Sopat.19; τ. ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ D.S. 3.47; ὀστράκινα τ. Str.8.6.23.    II in E.HF978 τόρ. ευμα (L2P2 ut vid.) is f.l. for τόρνευμα (LP).

German (Pape)

[Seite 1129] τό, erhabene, getriebene Arbeit, ein geschnitztes, getriebenes Kunstwerk, Schnitzwerk, Sopat. bei Ath. 230 e; ein mit dergleichen Arbeit verziertes Gefäß, D. Sic. 3, 47; vgl. auch Strab. 8, 6, 23 p. 381. – Bei Eur. Herc. fur. 978 = τόρνευμα, aber Herm. lies't πόρευμα.

Greek (Liddell-Scott)

τόρευμα: τό, ἔργον τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε τορεύω ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, τόρευμα δεινὸν ποδὸς = τόρνευμα, ἡ ταχεῖα περιστροφή, ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε πόρευμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ciselure en creux ou en relief.
Étymologie: τορεύω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ τορεύω
ανάγλυφο, σκαλιστό έργο («τορεύματα ἀργυρᾱ καὶ χρυσᾱ», Διόδ.).