χαμαικλινής

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικλῐνής Medium diacritics: χαμαικλινής Low diacritics: χαμαικλινής Capitals: ΧΑΜΑΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: chamaiklinḗs Transliteration B: chamaiklinēs Transliteration C: chamaiklinis Beta Code: xamaiklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A lying on the ground, lying flat, κάλαμοι Megasth.13; creeping, καυλοί Dsc. 4.71.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικλῐνής: -ές, ὁ χαμαὶ κλίνων, καλάμους μῆκος μὲν τριάκοντα ὀργυιῶν τοὺς ὀρθίους, τοὺς δὲ χαμαικλινεῖς πεντήκοντα Στράβ. 710.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που κλίνει προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. παλιγ-κλινής].