φιλητός
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ή, όν,
A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8. II Adv. -τῶς in a friendly spirit, Eust.1490.47.
German (Pape)
[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui mérite d’être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.