ὑπερπλέω
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
German (Pape)
[Seite 1201] (s. πλέω), darüberhinausschiffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλέω: πλέω ὑπεράνω ἢ πέραν, Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ῥοδ. κ. Δοσ. 253 (394)· τροπικῶς, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 366C, κλπ.
Greek Monolingual
ὑπερπλέω ΝΜΑ πλέω
(κυριολ. και μτφ.) πλέω, περνώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «κιβωτὸν τῶν αἱρετικῶν ὑπερπλέουσαν» Γρηγ. Ναζ.
β. «ὑπερπλέουσα τὸν χειμώνα», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
ναυτ. (σχετικά με ιστιοφόρο πλοίο κατά τη διάρκεια ναυμαχίας) φέρνω ιστιοφόρο πλοίο προσήνεμα, κν. παίρνω σοβράνο.