φαυλότητα
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
η / φαυλότης, -ητος, ΝΜΑ φαῡλος
κακοήθεια, αχρειότητα, αθλιότητα
αρχ.
1. κακή ποιότητα, ευτέλεια, μηδαμινότητα («τῇ δὲ φαυλότητι τῆς στολῆς ἠχθέσθη», Πλάτ.)
2. έλλειψη δεξιότητας, ανικανότητα («στρατηγῶν φαυλότης ἢ τῶν προδιδόντων τὰς πόλεις ὑμῶν κακία», Δημοσθ.)
3. (με καλή σημ.) έλλειψη επιτήδευσης, απλότητα, αφέλεια
4. φρ. «ἡ ἐμὴ φαυλότης» — η έλλειψη κρίσης εκ μέρους μου, η απερισκεψία μου.