τετραχοίνιξ
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
-οίνικος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει περιεκτικότητα τεσσάρων χοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας»].