τυλιγάδι

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαλείο αποτελούμενο από ξύλινη διχαλωτή στο ένα της άκρο ράβδο, η οποία στο άλλο άκρο έχει μικρό κάθετο πάσσαλο και γύρω από την οποία τυλίγουν οι υφάντριες το νήμα και το κάνουν κούκλες, δέσμες
2. είδος παρασιτικού σκουληκιού της ελιάς
3. (ποιητ.) πάπυρος τυλιγμένος σε κύλινδρο («κρατάν και σφίγουν τυλιγάδια και βιβλία», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλίγω + κατάλ. -άδι (πρβλ. ψεγ-άδι)].