ὑπάνειμι

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάνειμι Medium diacritics: ὑπάνειμι Low diacritics: υπάνειμι Capitals: ΥΠΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: hypáneimi Transliteration B: hypaneimi Transliteration C: ypaneimi Beta Code: u(pa/neimi

English (LSJ)

(

   A εἶμι ibo) come on, creep on, Luc.Merc.Cond.39.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπέρχομαι κατὰ μικρόν, ὑπανερπύζω, τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ὑπανιών;
monter un peu.
Étymologie: ὑπό, ἄνειμι.

Greek Monolingual

Α
επέρχομαι βαθμηδόν («τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῡσαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄνειμι «ανέρχομαι»].