υπεριδρύω

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

ΜΑ ἱδρύω
1. ιδρύω, τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. (κυρίως παθ.) ὑπεριδρύομαι
καταλαμβάνω ανώτερη, εξέχουσα θέση («πάσης ὑπεριδρυμένος καὶ ἀρχῆς καὶ τάξεως», Διον. Αρεοπ.).