Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
ΜΑ ἱδρύω
1. ιδρύω, τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. (κυρίως παθ.) ὑπεριδρύομαι
καταλαμβάνω ανώτερη, εξέχουσα θέση («πάσης ὑπεριδρυμένος καὶ ἀρχῆς καὶ τάξεως», Διον. Αρεοπ.).