ὑποδύτης

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδῠτης Medium diacritics: ὑποδύτης Low diacritics: υποδύτης Capitals: ΥΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypodýtēs Transliteration B: hypodytēs Transliteration C: ypodytis Beta Code: u(podu/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A garment worn under a coat of mail, PEnteux.32.6 (iii B. C.), D.S.17.44, Plu.Phil.11; simply undergarment, LXX Ex.28.(27) 31, IG5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1216] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (ὑποδύω) χιτωνίσκος ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vêtement qu’on met sous la cuirasse.
Étymologie: ὑποδύω.

Greek Monolingual

ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α ὑποδύω, -ομαι]
νεοελλ.
πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών
αρχ.
1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)
2. εσώρουχο.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. υποδύτης.